- αναστηλωτικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με την αναστήλωση: Συνεχίζονται οι αναστηλωτικές εργασίες στην Ακρόπολη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναστηλωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναστήλωση ή είναι ικανός να επιφέρει αναστήλωση … Dictionary of Greek